- ἐπιδραττόμενοι
- ἐπιδράσσομαιlay hold ofpres part mp masc nom/voc pl (attic)ἐπιδράσσομαιlay hold ofpres part mp masc nom/voc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδράσσομαι — ἐπιδράσσομαι και ἐπιδράττομαι (Α) 1. πιάνω με τα χέρια, αδράχνω 2. επιζητώ («παντός ἐπιδραττόμενοι πολιτεύματος», Πλούτ.) 3. αντιλαμβάνομαι («ὁ νοῦς... τῶν ὄντων ἐπιδρασσόμενος», Γρηγ. Νύσσ.) … Dictionary of Greek